- αναιμία
- anémie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
αναιμία — η παθολογική κατάσταση του οργανισμού από της άποψης είτε της ποσότητας του αίματος είτε της ποιοτικής σύστασής του: Υποφέρει από αναιμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσογειακή αναιμία — Κληρονομούμενη μορφή αιμολυτικής αναιμίας, που οφείλεται σε γενετική διαταραχή της σύνθεσης της αιμοσφαιρίνης (θαλασσαναιμία) και χαρακτηρίζεται από ελάττωση ή πλήρη κατάργηση της β αλυσίδας (β θαλασσαναιμία), που έχει ως αποτέλεσμα την άνιση… … Dictionary of Greek
δρεπανοκυτταρική αναιμία — Γενετική διαταραχή που εμφανίζεται συνήθως σε άτομα της μαύρης φυλής, κατά την οποία η δομή της αιμοσφαιρίνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι ανώμαλη, έτσι ώστε να προκαλείται η απόφραξη των αιμοφόρων αγγείων από τα παραμορφωμένα ερυθρά αιμοσφαίρια … Dictionary of Greek
μεγαλοβλαστική αναιμία — Τύπος αναιμίας. Χαρακτηρίζεται από την παρουσία μεγάλων ερυθρών αιμοσφαιρίων και από αυξημένο αριθμό μεγαλοβλαστών στον μυελό των οστών. Περιλαμβάνει: 1) την καλοήθη αναιμία, που συνήθως οφείλεται σε αδυναμία απορρόφησης της βιταμίνης Β12 και… … Dictionary of Greek
ελλειπτοκυτταρική αναιμία η ελαφρά μορφή ιδιοσυστασιακής κληρονομικής αιμολυτικής αναιμίας. — ο όργανο με το οποίο χαράζονται ελλείψεις, ο ελλειπτικός διαβήτης … Dictionary of Greek
ἀναιμίας — ἀναιμίᾱς , ἀναιμία want of blood fem acc pl ἀναιμίᾱς , ἀναιμία want of blood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμίαν — ἀναιμίᾱν , ἀναιμία want of blood fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
αιμολυτικές αναιμίες — Αναιμίες ποικίλης αιτιολογίας, διάρκειας και πρόγνωσης, που έχουν κοινό χαρακτηριστικό την υπέρμετρη καταστροφή των ερυθροκυττάρων. Η υπέρμετρη καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην αναιμία, γιατί αυξημένη παραγωγή… … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek